- οινοπνευματώδης
- [инопнэвматодис] επ. спиртной, спиртовый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οινοπνευματώδης — ες 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος 2. φρ. «οινοπνευματώδη ποτά» ή, απλώς, «οινοπνευματώδη» ποικιλία ποτών που συνίστανται σε διάλυμα το οποίο περιέχει αλκοόλη, συνήθως αιθυλική, που προκύπτει από τη ζύμωση σακχάρου … Dictionary of Greek
οινοπνευματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει μέσα του, που περιέχει οινόπνευμα, αλλ. οινοπνευματούχος: Οινοπνευματώδη ποτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… … Dictionary of Greek
οινοπνευματούχος — α, ο αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)